- χορτοθεριστικός
- -ή, -ό, Ναυτός που χρησιμοποιείται για τον θερισμό τού χόρτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτο + θερίζω. Το θηλ. του επιθ. χορτοθεριστική (μηχανή) μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χορτοθεριστικός — ή, ό αυτός που χρησιμοποιείται για το θερισμό χόρτου: Το κόβει με τη χορτοθεριστική μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… … Dictionary of Greek